Εργαστηριακή Εξέταση Εγγράφων & Γραφής

Εργαστηριακή Εξέταση Εγγράφων & Γραφής

Εγκληματολογική Εξέταση Εγγράφων & Γραφής

Εισαγωγή

Στις περισσότερες περιπτώσεις η εγκληματολογική εξέταση εγγράφων αφορά στη σύγκριση του επίμαχου εγγράφου σε σχέση με άλλα έγγραφα γνωστής προέλευσης. Η συνήθης εξέταση αφορά στην ταυτοποίηση γραφής ή υπογραφής καθώς και σ’ άλλα -επί των εγγράφων- θέματα, που τυχόν αφορούν σε επεμβάσεις, αλλοιώσεις ή ακόμη και θέματα ‘ηλικίας’ των εγγράφων ή αλληλουχίας των επ’ αυτών ενδείξεων.

Ο εξεταστής των εγγράφων και της γραφής (forensic document examiner) συνήθως αναλαμβάνει να απαντήσει σε συγκεκριμένα ερωτήματα που του τίθενται, και να συντάξει -ως ειδικός- επαρκώς αιτιολογημένη έκθεση για δικαστική χρήση, παράλληλα δε μπορεί να εξεταστεί -ενώπιον Δικαστηρίου- ως Πραγματογνώμονας αλλά και ως Τεχνικός Σύμβουλος, ακόμη δε και ως 'Μάρτυρας ειδικών γνώσεων'.

Η εγκληματολογική εξέταση εγγράφου δεν είναι αναλυτική γραφολογία.


Ο εξεταστής εγγράφων και γραφής συνδέεται με το σύστημα απονομής δικαιοσύνης ως ένας ειδικός επιστήμονας των εφαρμοσμένων εγκληματολογικών επιστημών (forensic sciences). Οι συγκεκριμένες επιστήμες περιλαμβάνουν και άλλες ειδικότητες, που κατά περίπτωση χρησιμοποιούνται στη διαλεύκανση των δικαστικών υποθέσεων.
Επιστημονικοί φορείς έχουν δημοσιεύσει πρωτόκολλα εργασίας για τις μεθόδους και τις διαδικασίες που πρέπει -σε τέτοιες περιπτώσεις- να ακολουθούνται.

Εξέταση χειρόγραφης γραφής & υπογραφής

Η εξέταση της γραφής & υπογραφής ατόμου αφορά στην ταυτοποίησή της σε σύγκριση με γνωστά δείγματα γραφής & υπογραφής, γνήσιας προέλευσης.

Η εξέταση και σύγκριση των στοιχείων της χειρόγραφης γραφής & υπογραφής αποδεικνύει την αυθεντικότητά της. Στοιχεία όπως η ηλικία του ατόμου, το φύλο ή η προσωπικότητά του συντάκτη/γραφέα δεν μπορούν να καταδειχθούν διαμέσου αυτής της εξέτασης.

Η διατύπωση των συμπερασμάτων ποικίλει, ανάλογα με το πρωτόκολλο που κάθε ειδικός εφαρμόζει. Μερικές φορές υπάρχουν περιορισμοί στη διατύπωση του απόλυτα βεβαιωτικού συμπεράσματος, κυρίως λόγω:
• μη εξέτασης των πρωτότυπων στοιχείων,
• έλλειψης κατάλληλου και επαρκούς συγκριτικού υλικού.
Γενικά, ακολουθούνται τρία στάδια στην εξέταση της χειρόγραφης γραφής & υπογραφής, τα οποία ομαδοποιούνται ως ακολούθως:
• Εξέταση: Όπου η επίδικη γραφή/υπογραφή καθώς και τα αντίστοιχα δειγματικά στοιχεία εξετάζονται αναλυτικά, προκειμένου να εντοπιστούν σ’ αυτά εκείνα τα γραφικά γνωρίσματα που προσδίδουν «ατομικότητα», δηλ. προσδιορίζουν τη γραφή/υπογραφή συγκεκριμένου ατόμου και τη διαφοροποιούν από κάθε άλλη, ακόμη και συγγενική.
• Σύγκριση: Όπου τα ευρεθέντα χαρακτηριστικά της γραφής/υπογραφής συγκρίνονται μεταξύ τους για να διαπιστωθεί τυχόν ομοιότητα ή και η διαφορά τους.

• Αξιολόγηση: Διαδικασία όπου τα γραφικά ευρήματα (ομοιότητες, ποικιλίες & διαφορές) που εντοπίστηκαν και συγκρίθηκαν τυγχάνουν -στο σύνολό τους- σχετικής αξιολόγησης, ώστε να διαπιστωθεί ο βαθμός συσχετισμού τους και να οριοθετηθεί το εξαγόμενο συμπέρασμα, περί του αν τελικώς υφίσταται ή όχι γραφικός συσχετισμός.

Δειγματικά έγγραφα γραφής & υπογραφής

Το κατάλληλο (ποιοτικά και ποσοτικά) δειγματικό υλικό χειρόγραφης γραφής/υπογραφής, που μπορεί να εξεταστεί εγκληματολογικά, ως συγκριτικό υλικό, είναι ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας στη συγκεκριμένη διαδικασία.

Τα δειγματικά χειρόγραφης γραφής & υπογραφής χρησιμοποιούνται, από τον ειδικό, για να διακριβωθούν τα γραφικά γνωρίσματα του γραφέα.

Υπάρχουν δύο τύποι δειγματικών, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν:
- το δείγμα γραφής ‘εν γνώσει του σκοπού’, 
- το δείγμα γραφής ‘ανύποπτου χρόνου’.

Το δείγμα ‘εν γνώσει του σκοπού’ λαμβάνεται -κάθε φορά- για κάποια συγκεκριμένη υπόθεση ενώ το δείγμα ‘ανύποπτου χρόνου’ αφορά σε έγγραφα που συντάχθηκαν σε προγενέστερο χρόνο, άσχετο από την εξεταζόμενη υπόθεση.

Οι δύο τύποι των δειγματικών είναι συμπληρωματικοί μεταξύ τους. Τα δείγματα ‘εν γνώσει του σκοπού’ μπορούν, ως ένα βαθμό, να αλλοιωθούν από το γραφέα τους. Για το λόγο αυτό -κατά τη διαδικασία λήψεως δείγματος γραφής/υπογραφής- πρέπει να ελέγχουμε ότι το παρεχόμενο δείγμα είναι εν γένει φυσιολογικό, γραμμένο με παρόμοιο γραφικό μέσο σε ανάλογο γραφικό υπόστρωμα. Πολύ σημαντική παράμετρος είναι η κατ΄ επανάληψη υπαγόρευση κειμένου, είτε αυτούσιου του επίδικου ή άλλου συναφούς, που όμως πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα γράμματα, αριθμούς ή σύμβολα του επίδικου κειμένου.

Πρέπει να διασφαλίζεται ότι κατά τη λήψη του δείγματος ο γράφων δεν καταβάλλει ηθελημένη προσπάθεια παραποίησης των γραφικών του χαρακτηριστικών και ότι το δείγμα περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα των κανονικών γραφικών του γνωρισμάτων, με τις ποικιλίες τους. Τα δείγματα ‘ανύποπτου χρόνου’ συνήθως δεν έχουν υποστεί ηθελημένη αλλοίωση και εάν υπάρχουν, σε ποσοτική επάρκεια, έχουν σημαντική αξία.

Εξέταση δακτυλογραφημένης γραφής

Δακτυλογραφημένα έγγραφα, παραγόμενα με γραφομηχανές, σήμερα δεν απαντώνται. Πάντως τέτοιες περιπτώσεις, εξέτασης δακτυλογραφημένων εγγράφων, είναι δυνατόν να υπάρξουν, κύρια όταν διερευνάται η γνησιότητα παλαιότερων εγγράφων -ιστορικής σημασίας- που ενδεχόμενα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σύγχρονες δικαστικές υποθέσεις. Οι εξετάσεις αφορούν συνήθως την ταυτοποίηση γραφομηχανών αλλά και την ‘ηλικιακή’ αξιολόγηση των δακτυλογραφημάτων, δεδομένης της εξέλιξης των γραφομηχανών.

Εξέταση φωτοτυπιών

Φωτοτυπίες μπορούν να εξεταστούν για να διαπιστωθεί εάν ένα συγκεκριμένο φωτοτυπικό μηχάνημα χρησιμοποιήθηκε για την «παραγωγή» τους. Το κάθε φωτοτυπικό μηχάνημα με την πάροδο του χρόνου εμφανίζει «ελαττώματα» ή ιδιομορφίες εκτύπωσης, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι μοναδικές. 

Εξέταση εκτυπωμένων εγγράφων

Αφορά σε επαγγελματικές εκτυπώσεις των γραφικών τεχνών, που πραγματοποιούνται συνήθως από ειδικές εταιρίες, στην παραγωγή πολλών αντιγράφων για επαγγελματική χρήση (διαφημιστικά φυλλάδια, εταιρικά έντυπα, κάρτες κ.ά. έντυπα). 

Προστασία εγγράφων

Τα επίδικα έγγραφα πρέπει να συλλέγονται με προσοχή, να συσκευάζονται κατάλληλα ώστε να προστατεύονται από ‘επιμολύνσεις’, να φυλάσσονται προστατευμένα και να αποστέλλονται για την εξέτασή τους, όταν αυτή απαιτηθεί, αφού προηγούμενα αξιολογηθεί (από τους έχοντες την ευθύνη) η περίπτωση άλλων συναφών εγκληματολογικών εξετάσεων, που είτε πρέπει να προηγηθούν (όπως η δειγματοληψία για DNA) ή έπονται της εξέτασης των εγγράφων (όπως η εξέταση για την ανεύρεση λανθανόντων αποτυπωμάτων).